νευμάτων

νευμάτων
νεῡμάτων , νεῦμα
nod
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμιμία — η Ιατρ. αδυναμία εκτέλεσης μιμικών κινήσεων (χειρονομιών, μορφασμών, νευμάτων για την έκφραση συναισθημάτων και σκέψεων), η οποία οφείλεται σε βλάβη τής λεγόμενης εξωπυραμιδικής νευρικής κινητικής οδού, όπως συμβαίνει στο σύνδρομο Πάρκινσον.… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • δινευμάτων — δῑνευμάτων , δίνευμα whirling round neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”